μαργιολιά

μαργιολιά
η [μαργιόλης]
1. η ιδιότητα τού μαργιόλου, ευστροφία, τέχνασμα, πονηριά, κατεργαριά, πανουργία
2. (ιδίως στον έρωτα) τσαχπινιά, νάζι, καμώματα (α. «παιχνιδάει στις πλαγιές με μαργιολιά», Ζερβ. β. «τόν ξεμυάλισε με τις μαργιολιές της»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μαργιολιά — η ιάς 1. ευστροφία, πονηριά, κατεργαριά. 2. πανουργία στον έρωτα, νάζι: Την κατέκτησε με μαργιολιές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαργιόλεμα — ατος, το [μαργιολεύω] η μαργιολιά …   Dictionary of Greek

  • μαριολιά — η βλ. μαργιολιά …   Dictionary of Greek

  • marghiol — MARGHIÓL, OÁLĂ, marghioli, oale, adj. (reg.) Deştept, isteţ; p.ext. şmecher, şiret, ştrengar; uşuratic. – Din ngr. marghiólos. Trimis de claudia, 01.10.2003. Sursa: DEX 98  MARGHIÓL adj. v. ager, arătos, chipeş, deştept, dibaci, frumos,… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”